- ἐφευρετάς
- ἐφευρετά̱ς , ἐφευρετήςinventormasc acc plἐφευρετά̱ς , ἐφευρετήςinventormasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφευρέτης — ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και φευρετής) νεοελλ. αυτός που κάνει μια εφεύρεση μσν. αρχ. αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης τού τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ГАРМОНИЗАЦИЯ ЕВАНГЕЛЬСКАЯ — лит. жанр согласования евангельских сообщений о жизни Господа Иисуса Христа. Термин впервые использован А. Осиандером в качестве названия его соч. «Harmonia evangelica» (1537). Древняя Церковь Гармонизация как решение проблемы различий между… … Православная энциклопедия